Oι Δετσηδες μαζωχτηκαν
σε τουτο το περβαζι
για να απαλεινουνε τον
ποθο τους που παντα τους ενωνει
Να δουνε πως μεγαλωσαν
αυτοι και η γεννια τους
να θυνηθουν τα παλια και να βρεθουν κοντα τους
Να θυμηθουν τον τοπο τους
που λενε Δαμαριωνα γιατι μα θες του το’σκαναν
ετουτο το χειμωνα.
Καθε παιδι που ερχεται
και μοιαζει του παππου του
αν εχει και το ονομα
ειναι γιορτη για τουτο
Φερνει στη θυμιση πολλα
που λενε γεγονοτα
φερνει τους καμπους τα βουνα
τάγωνια και τα πρωτα
Τα χρονια που παιδευονταν
να βγαλουν το ψωμι τους
με καθαρο το προσωπο
μεχρι να βγει η ψυχη τους
Κιόμως την εβλεπανε
αυτην την εποχη τους
σαν ιερο κειμηλιο
μπροστα κι’απ’τη ζωη τους
Εκεινο που τους ελειπε
ητανε λιγο μποι
μα αυτοι το συμπληρωνανε
με τη σβελταδα πουχανε
ολοι εσα στο σοι
Στο δρομο σαν πηγαινανε
ποτε δεν περπατουσαν
μα τρεχανε στο διαβα τους
λες και τους κυνηγουσαν
Και αν εστελνε η μανα τους κανενα να ψωνισει
δεν προφταινε ο καιρος
το σαλιο για να σβησει
Και του’λεγε η μανα του
βρε ματια μου θα πας
μωρε για ψωνια
και εκεινος της απανταγε
τα εχω στα μπαλκονια.
Κοντουληδες οι Δετσηδες
μα οι ηλοι δεν φτανουν
ουτε να δουν τα ιδανικα
που οι Δετσηδες τα πιανουν
Κοντρα στον ανεμο της ζωης
τ’αστερια δεν κοιτανε
πατανε στερεα στη γη
ποτε τους δεν λυγανε
Ειναι τα ονειρα γιαυτους
μακρυα απο το μυαλο τους
γιατι πατανε σταθερα να βρουν το ριζικο τους
Δεν περπατουν στην αμμουδια μα μητε σε λακουβες
γιατι ειν’οι δρομοι τους στρωτοι
μα θες απ’τους παππουδες.
Που ασκησανε κληρονομια
γεματη καλοσυνη
με δυναμη με θεληση
μαζι κι’ανδριωσυνη
Γιαυτο οταν ακους
του Δετση την κουβεντα
κανε τον φιλο σου εσυ
κι’ας χασεις αλλους δεκα.
Δετσης Δημητρης
σε τουτο το περβαζι
για να απαλεινουνε τον
ποθο τους που παντα τους ενωνει
Να δουνε πως μεγαλωσαν
αυτοι και η γεννια τους
να θυνηθουν τα παλια και να βρεθουν κοντα τους
Να θυμηθουν τον τοπο τους
που λενε Δαμαριωνα γιατι μα θες του το’σκαναν
ετουτο το χειμωνα.
Καθε παιδι που ερχεται
και μοιαζει του παππου του
αν εχει και το ονομα
ειναι γιορτη για τουτο
Φερνει στη θυμιση πολλα
που λενε γεγονοτα
φερνει τους καμπους τα βουνα
τάγωνια και τα πρωτα
Τα χρονια που παιδευονταν
να βγαλουν το ψωμι τους
με καθαρο το προσωπο
μεχρι να βγει η ψυχη τους
Κιόμως την εβλεπανε
αυτην την εποχη τους
σαν ιερο κειμηλιο
μπροστα κι’απ’τη ζωη τους
Εκεινο που τους ελειπε
ητανε λιγο μποι
μα αυτοι το συμπληρωνανε
με τη σβελταδα πουχανε
ολοι εσα στο σοι
Στο δρομο σαν πηγαινανε
ποτε δεν περπατουσαν
μα τρεχανε στο διαβα τους
λες και τους κυνηγουσαν
Και αν εστελνε η μανα τους κανενα να ψωνισει
δεν προφταινε ο καιρος
το σαλιο για να σβησει
Και του’λεγε η μανα του
βρε ματια μου θα πας
μωρε για ψωνια
και εκεινος της απανταγε
τα εχω στα μπαλκονια.
Κοντουληδες οι Δετσηδες
μα οι ηλοι δεν φτανουν
ουτε να δουν τα ιδανικα
που οι Δετσηδες τα πιανουν
Κοντρα στον ανεμο της ζωης
τ’αστερια δεν κοιτανε
πατανε στερεα στη γη
ποτε τους δεν λυγανε
Ειναι τα ονειρα γιαυτους
μακρυα απο το μυαλο τους
γιατι πατανε σταθερα να βρουν το ριζικο τους
Δεν περπατουν στην αμμουδια μα μητε σε λακουβες
γιατι ειν’οι δρομοι τους στρωτοι
μα θες απ’τους παππουδες.
Που ασκησανε κληρονομια
γεματη καλοσυνη
με δυναμη με θεληση
μαζι κι’ανδριωσυνη
Γιαυτο οταν ακους
του Δετση την κουβεντα
κανε τον φιλο σου εσυ
κι’ας χασεις αλλους δεκα.
Δετσης Δημητρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου